Βρισκόμενος στά πρόθυρα τοῦ θανάτου, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος συγκάλεσε τούς στρατηγούς του καί τούς κοινοποίησε τίς τρεῖς τελευταῖες ἐπιθυμίες του:
Θέλω οἱ πιό διαπρεπεῖς γιατροί νά σηκώσουν τό φέρετρό μου, γιά νά μποροῦν νά δείξουν μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι οὔτε ἐκεῖνοι δέν ἔχουν, μπροστά στό θάνατο, τή δύναμη νά θεραπεύουν!
Θέλω τό ἔδαφος νά καλυφθεῖ ἀπό τούς θησαυρούς μου, γιά νά μποροῦν ὅλοι νά βλέπουν ὅτι τά ἀγαθά πού ἀποκτοῦμε ἐδῶ, ἐδῶ παραμένουν!
Θέλω τά χέρια μου νά αἰωροῦνται στόν ἀέρα, γιά νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά βλέπουν ὅτι ἐρχόμαστε μέ τά χέρια ἄδεια καί μέ τά χέρια ἄδεια φεύγουμε, ὅταν τελειώσει γιά ἐμᾶς ὁ πιό πολύτιμος θησαυρός πού εἶναι ὁ χρόνος!